Βρέχει καρεκλοπόδαρα
Αθήνα, 26 Οκτωβρίου 1949. Από το πρωί Βρέχει καρεκλοπόδαρα. Σημάδι πως ένα ακόμα περίεργο καπέλο γεννιέται. Όνομα Σοφία, επάγγελμα βροχοποιός κι ένα διαβατήριο γεμάτο σφραγίδες. Μεγάλη περιπέτεια! Ένα μεγάλο μέρος από τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια τα έζησα έξω από την Ελλάδα. Ζήτω! καλό και βροχερό σου ταξίδι φώναζαν γνωστοί και φίλοι. Σπούδασα Ψυχολογία, Εκπαιδευτική τεχνολογία, κινηματογράφο και ονειροφανταστική. Παιδί μου πάψε να ζεις στα σύννεφα μου έλεγε η μητέρα μου. Ένας βροχοποιός πρέπει να διαλέξει το μελλοντικό του επάγγελμα.
Στον Καναδά διδάσκω στο ελληνικό σχολείο και στο πανεπιστήμιο ως βοηθός καθηγητή, σεναριογραφία, παραγωγή και αξιολόγηση εκπαιδευτικού υλικού σε μεταπτυχιακούς φοιτητές. Στην Αμερική σχεδιάζω , γράφω και εμψυχώνω εκπαιδευτικά σενάρια στο μουσείο Παιδικής φαντασίας του Κλίβελαντ. Στην Ελλάδα εργάζομαι ως ειδικός στην εκπαίδευση με τις νέες τεχνολογίες.
Τι επάγγελμα θα ακολουθήσω; Μα εκείνο που μου αρέσει περισσότερο! Θα γράφω βιβλία για παιδιά. Θα παίρνω ένα κομματάκι από την πραγματικότητα θα το ντύνω με όνειρο και φαντασία και θα φτιάχνω μία άλλη πραγματικότητα: ένα βιβλίο για παιδιά.
Μία μύγα με τακούνια
Πάντα έλεγα πως, αν δεν ήμουν συγγραφέας, θα ήθελα να είμαι μυγοσκοτώστρα. Από τότε όμως που γνώρισα μία μύγα με τακούνια άλλαξα γνώμη. Η συνάντησή μας έγινε ένα απόγευμα, όταν και οι δύο πέσαμε με τα μούτρα πάνω σε μία σοκολατένια τούρτα. Δεν ξέρω πως βρέθηκε να μου γαργαλάει τα ρουθούνια, ξέρω όμως πως εγώ φταρνίστηκα και έγινα αιτία να της φύγουν τα τακούνια.
«Χωρίς τακούνια είμαι μια κοινή μύγα», συνέχισε το κλάμα. Σταμάτησε μόνο όταν την άφησα να καθίσει πάνω στα γυαλιά μου και της έδωσα την υπόσχεση πως θα γράψουμε μαζί μια σειρά από βιβλία για «μία μύγα με τακούνια».
Μια φορά ήταν η κολοτούμπα
Από μικρή την αγάπησα! Δεν ξέρω πότε έκανα την πρώτη μου κολοτούμπα, εκείνο όμως που θυμάμαι είναι πως μου άρεσε πολύ. Να βλέπεις τον κόσμο ανάποδα έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Να βλέπεις τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω σου ανοίγει το μυαλό. Από εκείνη τι στιγμή δεν σταμάτησα να κάνω κολοτούμπες. Ακόμα και τώρα που μεγάλωσα κάνω .Έχω κάθε μέρα την ώρα της κολοτούμπας. Όταν χαίρομαι, κουτρουβαλάω για να εκφράσω τη χαρά μου,όταν λυπάμαι για να ξαναγυρίσουν στα μάτια τα δάκρυά μου, όταν ντρέπομαι για να κρύψω τη ντροπή μου, όταν φοβάμαι για να αγκαλιάσω το φόβο μου. Κάθε φορά μου έρχεται κάποια ωραία ιδέα για βιβλίο, κάνω δύο τρεις κολοτούμπες από τη χαρά μου και μετά αναποδογυρίζω για να καθίσει καλά στο κεφάλι μου και να μου έρθουν πολλές ανάποδες ιδέες. Μια μέρα, την ώρα της κολοτούμπας, σκέφτηκα να παίξω μαζί της μέσα σε ένα βιβλίο μου. Από τότε έγινε η αγαπημένη ηρωίδα των παιδιών. Φέτος γιορτάζει τα είκοσι της χρόνια.
Η Οδοντογλυφίδα που έγινε Ογδοντογλυφίδα
Η Σοφία Μαντουβάλου είναι πολύ λαίμαργη. Τρελαίνεται για λυκάκια που γίνονται γλυκάκια. Κάποτε ήταν οδοντογλυφίδα, μα από τα πολλά γλυκάκια έγινε ογδοντογλυφίδα. Και επειδή δε χώραγε στα ρούχα της, άφησε το γράψιμο και άρχισε το ράψιμο. Ράβε ψήλωνε και γράφε ξήλωνε τα γράμματα έγιναν ράμματα.
Δρακοομελέτα κι έρχεται!
Στόμα με στόμα έφτασε στο ένα το αυτί πως η Σοφία Μαντουβάλου και ο Δρακοομελέτας Ξετρελαμένος είναι φίλοι καρδιακοί.
Στόμα με στόμα από το άλλο το αυτί ήρθε μια ιστορία μελοδραματική.
Ο Δρακοομελέτας Ξετρελαμένος και η Σοφία Μαντάλου από φίλοι κολλητοί έγιναν σχεδόν εχθροί.
Ξαφνικά έφτασε και στα δύο αυτιά πως ο Δρακοομελέτας Ξετρελαμένος και η Σοφία Μαντουβάλου παντρευτήκανε κρυφά. Ανήμερα Πρωτομαγιά η νύφη πήρε το όνομά του και έγινε Σοφία Μαντ.
Τι να πιστέψει κανείς τι; Τα δύο, το ένα ή το άλλο του αυτί.
Άλλα τα μάτια της μαϊμούς κι άλλα της κουκουβάγιας
Η κολλητή μου φίλη είναι η Φαντασία. Χέρι, χέρι παίζουμε τα παιγνίδια μας. Με το που γεννήθηκα αγαπηθήκαμε. Από τότε, παρέα με το χιούμορ και το παράλογο κάνουμε μεγάλες αταξίες. Μεγαλώσαμε μαζί στην Αθήνα και έξω από την Ελλάδα, όπου περάσαμε παίζοντας ένα μεγάλο μέρος από τα παιδικά και τα νεανικά μας χρόνια. Καταβροχθίσαμε τα θρανία όλων των βαθμίδων, βαρυστομαχιάσαμε από τα πολλά πτυχία και τις πολλές ειδικότητες και αποδράσαμε εγκαίρως. Η παιδική λογοτεχνία μας κέρδισε. Από το 1980 που γράφουμε τα παραμύθια μας περνάμε πολύ ωραία μαζί. Αποφεύγουμε να κάνουμε παρέα με τις κουκουβάγιες και τις καρακάξες και όσους πιστεύουν πως η αλήθεια είναι μόνο μία. Μερικές φορές μπερδευόμαστε και δεν ξέρουμε πότε λέμε ψέματα και πότε λέμε αλήθεια. Και τότε ρωτάμε τα μικρά παιδιά που φτιάχνουν τα ψέματά τους όπως φτιάχνουν την αλήθεια.
Η κότα που έγινε αυγό
Μια φορά,
και πολλές φορές από τότε,
γεννήθηκε η κότα που δεν έγινε αυγό.
Μια κότα, μα ποια κότα;
Η Σοφία Μαντουβάλου
Σε έναν τόπο, μα ποιο τόπο;
Εν Αθήναις, όπου πολλά χωριά μαζί χωριό δεν κάνουνε.
Μια χρονιά μα ποια χρονιά;
Χίλια εννιακόσια σαράντα και εννιά,
νεράιδες της Μάνης και αερικά,
μοίραναν την κούνια της με αγάπη και χαρά.
Μια νύχτα μια ποια νύχτα;
Εκείνη την πρώτη, που ερωτεύτηκε τη ζωή.
Έναν καιρό, μα ποιον καιρό;
Τότε που βγήκε στους πέντε δρόμους,
έκανε το γύρο του κόσμου,
Έπαθε και δεν έμαθε.
Ένα τότε και ένα τώρα,
Μα πιο τότε και πιο τώρα;
Το χίλια εννιακόσια ογδόντα
Άρχισε να παιζωγράφει
Μέχρι τώρα πεζογραφεί.
Η κίτρινη κουρτίνα
Η πρώτη μου γνωριμία με τον Πίτερ έγινε μέσα στο παιδικό μου δωμάτιο ένα βράδυ όπως τόσα άλλα βράδια. « δεν θέλω να πάω για ύπνο κλαψούρισα και περίμενα για μια ακόμα φορά να ακούσω: « τα παιδιά πρέπει να κοιμούνται νωρίς.» με μεγάλη μου έκπληξη η μαμά μου είπε: «Στο δωμάτιό σου σε περιμένει ένας φίλος». Ξέχασα κάθε αντίσταση και έτρεξα με ενθουσιασμό. Μέσα στο δωμάτιο δεν είδα κανέναν φίλο. Έψαξα κάτω από το κρεβάτι , μέσα στην ντουλάπα, κοίταξα πίσω από την κουρτίνα και ξαφνικά το είδα. Ή μάλλον τους είδα. Πάνω στην καινούργια κίτρινη κουρτίνα, ο Πίτερ Παν και η παρέα του μου χαμογελούσαν. Η συνύπαρξη με τον Πίτερ άλλαξε τη ζωή μου. Μόλις η μητέρα μου έκλεινε την πόρτα άρχιζε η νυχτερινή μας ζωή. Του διάβαζα τα αγαπημένα μου παραμύθια , διασκευή του Σαίξπηρ για παιδιά ή τις δικές του περιπέτειες. Μου άρεσε να μεταμορφώνομαι από τη μια στιγμή στην άλλη σε Γουέντυ, Τίνκερμπελ ή Κάπτεν Χουκ. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα παιχνίδια και τις τρέλες μας. Η τελευταία τρέλα χάθηκε μαζί με την κίτρινη κουρτίνα, που κανείς δεν σκέφτηκε να φυλάξει, όταν το παιδικό δωμάτιο έγινε εφηβικό. Συχνά αναρωτιέμαι μήπως αυτή η κουρτίνα με έκανε συγγραφέα.
Το φουστάνι με τις πεταλούδες
Αθήνα 1949. Ένα σμήνος πολύχρωμες πεταλούδες πέταξαν πάνω από την Ακρόπολη. Το ξέρω, γιατί νάμεσά τους ήμουν κι εγώ τρέμοντας από τον φόβο μου. Χωρίς να ξέρω ποια είμαι και που πάω, κοίταζα μαγεμένη τις άλλες πεταλούδες. «Μείνε ακίνητη και άσε τη ζωή να έρθει σ’ εσένα είπε στην ψυχή μου μια φωνή μέσα μου». Ακόμη θυμάμαι τη χαρά μου όταν ξαφνικά με πλησίασε μια κατακόκκινη πεταλούδα . «Είμαι η ψυχή της αγάπης. Θέλεις να γίνουμε φίλες και να αλλάξουμε τον κόσμο;» με ρώτησε χαϊδεύοντάς με τα φτερά της. Δεν πρόλαβα να πω «ναι» και εμφανίστηκε μια άλλη χιλιόχρωμη πεταλούδα». Είμαι η ψυχή της πίστης» είπε και μου υποσχέθηκε παντοτινή φιλία. Τελευταία ήρθε μια καταπράσινη πεταλούδα. «Είμαι η ψυχή της ελπίδας» ,μου χαμογέλασε κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Θέλεις τα όνειρά σου να είναι και δικά μου;» Από τότε γίναμε αχώριστες. Μαζί κλείνουμε τα όνειρά μας μέσα στα βιβλία. Μερικές φορές η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη για έναν καλύτερο κόσμο μού ξεφεύγουν, και τότε πηγαίνω στα σχολεία και τις βρίσκω στα παιδιά. Και τότε φτερουγίσματα για καινούρια όνειρα να δείτε!
Ο Ρίκο Κοκορίκο
Όταν ήμουν μικρή, κοίταζα μια εμένα και μια τον κατάξανθο αδελφό μου και έκλαιγα με μαύρο δάκρυ γιατί πίστευα πως οι γονείς μου με είχαν αγοράσει από τους γύφτους. Όταν πήγα στο νηπιαγωγείο, στις καλόγριες της Σμύρνης, συνέχισα να κλαίω γιατί δεν με έπαιζαν τα παιδιά επειδή δεν ήξερα ούτε μία λέξη τουρκικά. Στο δημοτικό, ο καλύτερος μου φίλος είχε Ιταλό μπαμπά ,Ελληνίδα μαμά και γαλλίδα γιαγιά. Ακόμα μου τρέχουν τα σάλια για σπαγγέτι, μουσακά και γαλλική μηλόπιτα. Στο γυμνάσιο καθόμουν στο ίδιο θρανίο με τη Ρόζυ, μία αφρικάνα πριγκίπισσα που ώσπου να μάθει ελληνικά μου μίλαγε με φοβισμένα μάτια. Ευτυχώς στο πανεπιστήμιο συνάντησα όλες τις φυλές του κόσμου . Τις γνώρισα, τις ξεφοβήθηκα. Σήμερα έχω πολλούς “ξένους” φίλους.
Το αρχοντόπουλο που έγινε πύργος
Πολύ μικρή ακόμα, έζησα την μαγεία και το μυστήριο των πύργων της Μάνης μέσα από τις ιστορίες του παππού μου. Με τα χρόνια, έμαθα να μη φοβάμαι τα ξωτικά, τα φαντάσματα, τους κακούς πειρατές, τους μολυβένιους ουρανούς και τους τρομαχτικούς ήχους του αγέρα που έδερνε τη γη, γιατί πάντα στο τέλος του παραμυθιού οι καλές νεράιδες, οι δυνάμεις του καλού και η αγάπη νικούσαν το κακό. Τώρα που μεγάλωσα πιστεύω πως μόνο η υπέρβαση της αγάπης ξεπετρώνει τις καρδιές.
Φαφάγος ο φαφούτης Μυρμηγκοφάγος
Ακόμα κυνηγώ το άπιαστο παραμύθι. Μου είπαν πως θα το βρω πίσω από τους επτά λόφους στο σπίτι με τη γαλάζια σκεπή.
|