«Εκπαίδευση: Μια περιπέτεια χωρίς χιούμορ και φαντασία»
Γράφει η Σοφία Μαντουβάλου, για την Ελευθεροτυπία
Μάιος 1995
Γράφω με μία ιδιότητα που δεν μπαίνει σε κανένα βιογραφικό. Την ιδιότητα του ονειρευτή. Πρόθεσή μου να επιστρατεύσω τη φαντασία σας.
Ως επιστήμονας κοιτάζω την πραγματικότητα κατάματα. Ως συγγραφέας ντύνω αυτή την πραγματικότητα με όνειρο και φαντασία και φτιάχνω μια καινούρια πραγματικότητα. Ως επιστήμονας ξέρω πως τα παιδιά χρησιμοποιούν τη φαντασία τους, όχι για να δραπετεύσουν από τον κόσμο της πραγματικότητας, αλλά για να μπουν σ’ αυτό τον κόσμο, για να τον κατανοήσουν και να τον κατακτήσουν. Θέλω λοιπόν η φαντασία και το χιούμορ να αποκτήσουν τη θέση που τους πρέπει στην εκπαίδευση.
Ως συγγραφέας που μπαινοβγαίνει στα σχολεία, ξέρω πως η χαρά δεν κάνει λάθος. Το παιδικό βιβλίο μπορεί να παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της φυσικής κλίσης που έχουν τα παιδιά για το φανταστικό, για το θαυμαστό και το παράλογο.
Σας καλώ λοιπόν να ονειρευτούμε. Επιστρατεύω τη φαντασία σας. Ας πάρουμε μαζί ένα κομματάκι από την πραγματικότητα – τα παιδιά μας και την εκπαίδευσή τους. Ας ντύσουμε αυτή την πραγματικότητα με όνειρο και φαντασία κι ας φτιάξουμε μια άλλη πραγματικότητα. Ένα σχολείο που παρακολουθεί τις αλλαγές των καιρών, υπολογίζει τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών και παρέχει μεθόδους και μέσα που προετοιμάζουν δημιουργικούς και ευτυχισμένους ανθρώπους. Ας οραματισθούμε το σχολείο σαν ένα χώρο όπου τα παιδιά μεγαλώνουν. Δεν μεγαλώνουν μόνο στο ύψος, δεν θεριεύει μόνο ο έρωτάς τους για τη γνώση, αλλά αποκτούν μεγάλη περιέργεια, υπερθετική ικανότητα για φαντασία, εξαιρετικό χιούμορ, περισσότερο θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση, ανεξαρτησία, υπομονή, ελαστικότητα, συνεργασία. Ας ονειρευτούμε ένα σχολείο όπου τα παιδιά είναι τα ίδια πηγή δημιουργίας και χαράς.
Ας γυρίσουμε τώρα στην πραγματικότητα. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σημερινό σχολείο οδηγεί στο όραμά μας; Οι σημερινές κοινωνίες αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση σαν βιομηχανική διαδικασία. Οι στόχοι της έχουν σχεδιασθεί και προγραμματισθεί άνωθεν και έχουν επιβληθεί στους εκπαιδευτικούς. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί και όλοι οι μαθητές διαφωνούν και οι δύο τους όμως ακολουθούν παθητικά. Η κοινωνία μας βασίζεται στην παραγωγικότητα. Και η κερδοφόρα παραγωγικότητα έχει ανάγκη από χειραγωγημένα άτομα, ανήμπορα να διεκδικήσουν το δικαίωμα της ευτυχίας. Οι άνθρωποι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ χρειάζονται ένα πολύ σημαντικό όπλο για να αντισταθούν σε μία τέτοια κοινωνία. Τη φαντασία όμως αυτή, την απαραίτητη προϋπόθεση της ζωής, το σχολείο τη μεταχειρίζεται σαν το φτωχό συγγενή. Όλο το βάρος το ρίχνει στη μετάδοση γνώσης και μάλιστα κρυσταλλωμένης από τη μία γενιά στην άλλη. Σήμερα όμως με την ταχύτητα που αλλάζουν τα πράγματα, το παιδί δε χρειάζεται μόνο γνώσεις. Εκείνο που χρειάζεται είναι ιδιαίτερες γνώσεις για να αντιμετωπίζει μια συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Να προβλέπει και να επηρεάζει αυτές τις αλλαγές. Έτσι, η ζωή του γίνεται ένα σενάριο που πρέπει να γραφεί, να σκηνοθετηθεί και να βιωθεί με φαντασία.
Πώς τα παιδιά θα συμπληρώσουν το σενάριο της ζωής χωρίς φαντασία; Πώς θα σχεδιάζουν την αυριανή πραγματικότητα χωρίς φαντασία;
Αν το σχολείο προετοιμάζει τα παιδιά για τη ζωή με μέσα και τεχνικές που υπαγορεύονται από την ίδια τη ζωή, τότε επιβάλλεται να συμπεριλάβει στο αναλυτικό πρόγραμμα, ως θέμα, στόχο και ως τεχνική επιβίωσης, τη φαντασία και το χιούμορ.
Είναι όμως η φαντασία κάτι που διδάσκεται; Μπορούμε να σχεδιάσουμε, να προβλέψουμε ή να ορίσουμε τη φαντασία των παιδιών; Η φαντασία δεν είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε εμείς για τα παιδιά. Μπορούμε όμως να την αποκαλύψουμε, να την ενισχύσουμε, να την καλλιεργήσουμε, να την απελευθερώσουμε και το κυριότερο να μην την μπλοκάρουμε. Η κοινωνία μας η οποία χαρακτηρίζεται από μια νευρωτική φροντίδα για τη διατροφή και την «ανάπτυξη» των παιδιών, δείχνει αδιαφορία για το είδος της τροφής που χρειάζονται για την πνευματική, ψυχική και σωματικής τους υγεία. Για το φανταστικό, το θαυμαστό , το παράλογο. Ας τους δώσουμε λοιπόν την πραγματικότητα ντυμένη με όνειρο και φαντασία για να φτιάξουνε μια άλλη πραγματικότητα και πάνω σ’ αυτή μια άλλη και μια άλλη, και αυτή η άλλη πραγματικότητα μπορεί να είναι η αυριανή γνώση. Γιατί η γνώση δε βγαίνει από τη γνώση. Η γνώση βγαίνει από τη φαντασία.
Επιστρατεύω και πάλι τη φαντασία σας. Ας οραματισθούμε ένα παιδαγωγικό ίδρυμα όπου οι εκπαιδευόμενοι εκτός από τη Λογική και άλλες γραμματείες διδάσκονται και τη Λογική του Παραλόγου και «Γραμματική της Φαντασίας» και τεχνικές Εμψύχωσης. Έτσι, όταν οι εκπαιδευόμενοι γίνονται δάσκαλοι είναι σε θέση να βοηθήσουν τα παιδιά να ανακαλύψουν τη γοητεία της μάθησης μέσα από τη γοητεία της φαντασίας.
Η λειτουργία της φαντασίας διεγείρεται με τεχνικές που μπορούν αν διδαχθούν, να μεταδοθούν και συγχρόνως να γίνουν όργανα για την εκπαίδευση των παιδιών. Ας φαντασθούμε τώρα μια κοινωνία όπου οι δάσκαλοι είναι οι πιο καλοπληρωμένοι πολίτες της και τα σχολεία της διαθέτουν βιβλιοθήκες με έντυπο και οπτικοακουστικό υλικό σχεδιασμένο με χιούμορ και φαντασία, από παραμυθάδες και χαρισματικούς εκπαιδευτικούς.
Αυτό το υλικό το χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ σήμερα ο δάσκαλος για να παίξει σωστά τον καινούριο του ρόλο και από προμηθευτής της γνώσης να γίνει εμψυχωτής της μάθησης.
Ας επιστρέψουμε τώρα στην πραγματικότητα. Οι παραδοσιακοί μέθοδοι διδασκαλίας δεν μπορούν να ανταγωνισθούν τα ερεθίσματα που το παιδί παίρνει έξω από το σχολείο. Το παιδί εθισμένο στον πολιτισμό της εικόνας, χρειάζεται ένα αρκετά εκπαιδευτικό δυνατό ερέθισμα για να εκπλαγεί. Και το μοναδικό όπλο που έχει ο εκπαιδευτικός στη διάθεσή του είναι η φαντασία του.
Η λογοτεχνία στη σχολική τάξη μπαίνει από το παράθυρο. Το παράθυρο που ανοίγουν μερικοί άξιοι δάσκαλοι. Ο συγγραφέας μετατρέπει τη ζωή σε τέχνη. Σχηματοποιεί τη σκέψη μέσα από τις μορφές και τις δομές της γλώσσας, προσεγγίζει τη γνώση μέσα από το παιχνίδι της φαντασίας, πλέκει την γνώση στην πλοκή και την κάνει αόρατη. Και αυτό το παιχνίδι δεν είναι τίποτα άλλο από το φυσικό δικαίωμα που έχει η φαντασία να υπάρχει μέσα στη ζωή, να υπάρχει μέσα στο σχολείο.
Δεν ξέρω ποιος θα υιοθετήσει ποιον; Τα σχολεία τους συγγραφείς ή οι συγγραφείς τα σχολεία; Εκείνο που ξέρω είναι πως η φαντασία, είτε με τη μορφή του εξωσχολικού βιβλίου είτε με τη μορφή του δημιουργού του (συγγραφέα- αφηγητή), πρέπει να μπαίνει καθημερινά στα σχολεία. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να απελευθερωθεί η φαντασία των παιδιών και να ξεμουδιάσει η φαντασία των δασκάλων, εγκλωβισμένη για τα καλά στο αναλυτικό πρόγραμμα. Μόνο έτσι τα παιδιά θα μάθουν να αισθάνονται με φαντασία, να σκέφτονται με φαντασία, να επικοινωνούν με φαντασία. Γιατί εκεί που τελειώνει η θεματολογία της γνώσης, ξεκινάει το παιχνίδι της φαντασίας που δημιουργεί και στήνει το σκηνικό της ζωής και της αυριανής γνώσης.
Όταν τα παιδιά μπαίνουν στο σχολείο είναι ζωντανά ερωτηματικά και όταν βγαίνουν σκέτες τελείες. Όμως, «η δασκάλα που το κεφάλι της έγινε καζάνι» θέλει τα παιδιά να μπαίνουν ερωτηματικά και να βγαίνουν ερωτηματικά. Έτσι, τους μαθαίνει ανάγνωση με «Τα ανάποδα παραμύθια», γραφή με το «Μια τελίτσα μια φορά» και τη γλώσσα με «Παιχνιδόλεξα». Φροντίζει για την υγεία τους με «Την κολοτούμπα που έδεσε τον πόνο της φιόγκο» και την ψυχική τους υγεία με «Την Κατερίνα και τον αόρατο». Με το «Ένα παραμύθι μια χώρα» τα ταξιδεύει και τους διδάσκει μαθηματικά με «Τον εμβαδόν Κιχώτη». Στο ταξίδι της εκπαίδευσης, η φαντασία δεν έχει τέλος. Όταν λοιπόν «Ο ήλιος κρυώνει» και «Βρέχει καρεκλοπόδαρα», φροντίστε να υπάρχει πάντα «Μια μωβ ομπρέλα».
Ελευθεροτυπία (24 Μαΐου 1995)
|